- ηλικιωμένος
- η , ο[ν] немолодой, пожилой; степенный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
γέρος — ο (θηλ. γριά, η) 1. άνθρωπος πολύ προχωρημένης ηλικίας, ηλικιωμένος 2. ο γέροντας πατέρας 3. ο ηλικιωμένος σύζυγος 4. στον πληθ. οι γέροι οι γονείς 5. παροιμ. α) «ο γέρος κι αν στολίζεται, στον ανήφορο γνωρίζεται» όσο κι αν κρύβει κάποιος την… … Dictionary of Greek
ηλικιώνομαι — γίνομαι ώριμος, μεγαλώνω. Μτχ. ηλικιωμένος γέρος: Είμαι αρκετά ηλικιωμένος για να ξαναπαντρευτώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφήλιξ — ἀφῆλιξ ( ικος),ο, η και ἀφήλικος, ον (AM) ο ανήλικος αρχ. ο ηλικιωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο ) + ήλιξ «συνομήλικος»] … Dictionary of Greek
γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… … Dictionary of Greek
γέροντας — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται βόρεια της Ερέτριας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερετρίας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 450 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek
γηραιός — ά και ή, ό (AM γηραιός, ά, όν, Α και γεραιός) γέρος, ηλικιωμένος (λέγεται και για σεβαστούς γέροντες). [ΕΤΥΜΟΛ. < γήρας. Ο τονισμός πιθανώς αναλογικά προς το παλαιός. Η λ. γηραιός αποτελεί παράλληλο τ. τού γεραιός, από το οποίο διαφέρει κατά… … Dictionary of Greek
δεντρί — το (AM δενδρίον) μικρό δένδρο νεοελλ. παροιμ. «όντας γεράσει το δεντρί, ξεράδια δεν τού λείπουν» ο ηλικιωμένος άνθρωπος έχει πάντοτε ενοχλήσεις στην υγεία του. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δενδρίον, από τον οποίο προέρχεται ο νεοελλ. τ. δεντρί, είναι… … Dictionary of Greek
εκατοχρονίτης — ο (θηλ. εκατοχρονίτισσα και εκατοχρονίτρα, ουδ. εκατοχρονίτικο) 1. αυτός που έχει ηλικία εκατό χρόνων, ο εκατοντούτης 2. ο πολύ ηλικιωμένος … Dictionary of Greek
ηλικία — (Νομ.). Σε αστική, σε διοικητική και σε ποινική ύλη, το δίκαιο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην η. ως προς τη γενικότερη δικαιοπρακτική ικανότητα, την ευθύνη ή τις ειδικότερες συνέπειες των πράξεων ή ενεργειών του προσώπου. Σύμφωνα με τον ελληνικό … Dictionary of Greek
ηλικιώνομαι — και ηλικιούμαι (AM ἡλικιοῡμαι, όομαι) [ηλικία] 1. μεγαλώνω στα χρόνια, ανδρώνομαι, φθάνω σε ώριμη ηλικία, ωριμάζω 2. ενεργ. ηλικιώ και ηλικιώνω μεγαλώνω, ανατρέφω παιδιά! νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ηλικιωμένος, η, ο α) ο γέροντας, αυτός που… … Dictionary of Greek